cheque de viagem
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
cheque de viagem | cheques de viagem |
cheque de viagem (pt) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cheque de viagem | cheques de viagem |
cheque de viagem (pt) αρσενικό