chancreux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chancreux | chancreux |
θηλυκό | chancreuse | chancreuses |
Επίθετο
επεξεργασίαchancreux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chancreux | chancreux |
θηλυκό | chancreuse | chancreuses |
chancreux (fr)