Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
chancre
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
chancre
chancres
Ουσιαστικό
επεξεργασία
chancre
(fr)
αρσενικό
(
ιατρική
)
έλκωση
(
μεταφορικά
) κάτι που καταστρέφει, που διαβιβρώσκει
Παράγωγα
επεξεργασία
chancrelle