ενικός         πληθυντικός  
chancre chancres

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chancre (fr) αρσενικό

  1. (ιατρική) έλκωση
  2. (μεταφορικά) κάτι που καταστρέφει, που διαβιβρώσκει

Παράγωγα

επεξεργασία