champagnisé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | champagnisé | champagnisés |
θηλυκό | champagnisée | champagnisées |
Επίθετο
επεξεργασίαchampagnisé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | champagnisé | champagnisés |
θηλυκό | champagnisée | champagnisées |
champagnisé (fr)