chamelier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- chamelier < chamel, chameau
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chamelier | chameliers |
chamelier (fr) αρσενικό
- αυτός που οδηγεί τις καμήλες και ασχολείται με αυτές, καμηλιέρης