cervelet
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cervelet < cerveau
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cervelet | cervelets |
cervelet (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη cerveau
ενικός | πληθυντικός |
cervelet | cervelets |
cervelet (fr) αρσενικό