centimètre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
centimètre | centimètres |
centimètre (fr) αρσενικό
- το εκατοστόμετρο, το εκατοστό
ενικός | πληθυντικός |
centimètre | centimètres |
centimètre (fr) αρσενικό