Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

censuellement < cens

  Επίρρημα επεξεργασία

censuellement (fr)

  • προς καταβολή του ελάχιστου φόρου ώστε να μπορεί κάποιος να ψηφίσει σε ορισμένα κράτη