carriériste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ʁje.ʁist/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
carriériste | carriéristes |
carriériste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο καριερίστας, η καριερίστρια, η καριερίστα
ενικός | πληθυντικός |
carriériste | carriéristes |
carriériste (fr) αρσενικό ή θηλυκό