ενικός         πληθυντικός  
caresse caresses

  Ετυμολογία

επεξεργασία
caresse < charesse < ιταλική carezza < μεσαιωνική λατινική caritia < carus (ακριβός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ʁɛs/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

caresse (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία