Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaʁ.djɔ.ti.ʁeɔz/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cardiothyréose cardiothyréoses

cardiothyréose (fr) θηλυκό