cardiothyréose
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaʁ.djɔ.ti.ʁeɔz/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cardiothyréose | cardiothyréoses |
cardiothyréose (fr) θηλυκό
- οι επιπλοκές που προκαλεί στην καρδιακή λειτουργία ο υπερθυρεοειδισμός