carb
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
carb | carbs |
Ετυμολογία
επεξεργασία- carb < περικοπή του carbohydrate
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcarb (en)
- (ανεπίσημο) άλλη μορφή του carbohydrate
- ⮡ foods rich in carbs - τροφές πλούσιες σε υδατάνθρακες
ενικός | πληθυντικός |
carb | carbs |
carb (en)