Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
caramélisation caramélisations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

caramélisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη caramel