carène
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- carène < λατινική carina < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱerh₂- (κέρας, κορυφή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcarène (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το εξωτερικό μέρος ενός πλοίου
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- carène - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé