Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
capucine capucines

  Ουσιαστικό επεξεργασία

capucine (fr) θηλυκό

  1. είδος φυτού, το καπουτσίνι
  2. το άνθος του