Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
capsulaire capsulaires

  Επίθετο επεξεργασία

capsulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη capsule