capitalise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | capitalise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | capitalises |
αόριστος | capitalised |
παθητική μετοχή | capitalised |
ενεργητική μετοχή | capitalising |
Ρήμα
επεξεργασίαcapitalise (en)
ενεστώτας | capitalise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | capitalises |
αόριστος | capitalised |
παθητική μετοχή | capitalised |
ενεργητική μετοχή | capitalising |
capitalise (en)