Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cancérophobie < cancer + phobie

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cancérophobie cancérophobies

cancérophobie (fr) θηλυκό