cancéropôle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cancéropôle | cancéropôles |
cancéropôle (fr) αρσενικό
- κέντρο εκπαίδευσης, ερευνών και θεραπείας του καρκίνου
ενικός | πληθυντικός |
cancéropôle | cancéropôles |
cancéropôle (fr) αρσενικό