cancérologique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɑ̃.se.ʁɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cancérologique | cancérologiques |
cancérologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cancérologique | cancérologiques |
cancérologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό