can't help
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαcan't help (en) (ιδιωματισμός)
- δεν μπορώ να αποφύγω να κάνω κάτι
- ⮡ I couldn’t help but go./I couldn't help going.
- Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς έπρεπε να πάω.
- ⮡ I couldn’t help crying.
- Δεν μπορούσα να μην κλαίω.
- ⮡ I couldn’t help myself.
- Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.
- ⮡ I couldn’t help but go./I couldn't help going.
- δεν φταίω
- ⮡ I can’t help it if he is being so foolish.
- Δεν φταίω εγώ αν αυτός είναι τόσο ανόητος.
- ⮡ I can’t help it if he is being so foolish.
- δεν γίνεται αλλιώς
- ⮡ It can’t be helped.
- Δεν γίνεται αλλιώς.
- ⮡ It can’t be helped.
- προσπαθώ να κάνω όσο λιγότερα γίνεται
- ⮡ I won’t tell him more than I can help. (=I will tell him as little as possible.) (το τελευταίο είναι μια πιο κυριολεκτική μετάφραση)
- Θα του πω όσο λιγότερα γίνεται.
- ⮡ I won’t tell him more than I can help. (=I will tell him as little as possible.) (το τελευταίο είναι μια πιο κυριολεκτική μετάφραση)