Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɑ̃.bwi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
cambouis cambouis

cambouis (fr) αρσενικό

  • το γράσο, μαυρισμένο λάδι ενός κινητήρα