Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.lis/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
calice calices

calice (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) το δισκοπότηρο
  2. (βοτανική) ο κάλυκας