cagneux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cagneux | cagneux |
θηλυκό | cagneuse | cagneuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcagneux (fr), khâgneux αρσενικό
- φοιτητής της τάξης khâgne
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cagneux | cagneux |
θηλυκό | cagneuse | cagneuses |
cagneux (fr), khâgneux αρσενικό