cachectique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cachectique | cachectiques |
θηλυκό | cachectiquee | cachectiquees |
Επίθετο
επεξεργασίαcachectique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cachectique | cachectiques |
θηλυκό | cachectiquee | cachectiquees |
cachectique (fr) αρσενικό ή θηλυκό