caca
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcaca (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (οικείο) (παιδική λέξη) τα κακά
- (κατ’ επέκταση) βρώμα, βρωμιά
Εκφράσεις
επεξεργασία- être dans le caca: τα βρίσκω σκούρα
- faire caca : κάνω κακά