Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ka/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

caca (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. (οικείο) (παιδική λέξη) τα κακά
  2. (κατ’ επέκταση) βρώμα, βρωμιά

Εκφράσεις επεξεργασία

  • être dans le caca: τα βρίσκω σκούρα
  • faire caca : κάνω κακά

Σύνθετα επεξεργασία