cabotinage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.bɔ.ti.naːʒ/
Ετυμολογία επεξεργασία
- cabotinage < cabotiner
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cabotinage | cabotinages |
cabotinage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
cabotinage | cabotinages |
cabotinage (fr) αρσενικό