cabotage
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- cabotage < caboter
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.bɔ.taːʒ/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cabotage | cabotages |
cabotage (fr) αρσενικό