Ουσιαστικό

επεξεργασία

cabotage (en)

  1. το καμποτάζ, το δικαίωμα στην εκτέλεση εσωτερικών δρομολογίων σε μια χώρα
  2. το καμποτάζ, το δικαίωμα του κράτους να ελέγχει τις μεταφορές στο εσωτερικό του



Ετυμολογία

επεξεργασία
cabotage < caboter

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cabotage cabotages

cabotage (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία