ενικός         πληθυντικός  
célibat célibats

  Ετυμολογία

επεξεργασία
célibat < λατινική caelibatus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.li.ba/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

célibat (fr) αρσενικό