célibat
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
célibat | célibats |
Ετυμολογία
επεξεργασία- célibat < λατινική caelibatus
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcélibat (fr) αρσενικό
- η αγαμία
ενικός | πληθυντικός |
célibat | célibats |
célibat (fr) αρσενικό