câbleur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | câbleur | câbleurs |
θηλυκό | câbleuse | câbleuses |
câbleur (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) ειδικός για την τοποθέτηση και τη σύνδεση ηλεκτρικών καλωδίων