buriana
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαburiana (it) θηλυκό (πληθυντικός buriane)
- (μετεωρολογία) σύντομη καταιγίδα, μπουρίνι
Πηγές
επεξεργασία- buriana - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).