bufflon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bufflon | bufflons |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbufflon (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το μικρό του βουβαλιού
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη buffle
ενικός | πληθυντικός |
bufflon | bufflons |
bufflon (fr) αρσενικό