buffletin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
buffletin | buffletins |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbuffletin (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το μικρό του βουβαλιού
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη buffle
ενικός | πληθυντικός |
buffletin | buffletins |
buffletin (fr) αρσενικό