budgétaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- budgétaire < budget
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
budgétaire | budgétaires |
budgétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με προϋπολογισμό
ενικός | πληθυντικός |
budgétaire | budgétaires |
budgétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό