Δείτε επίσης: Budget

budget (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • φτηνός, σε χαμηλή τιμή
      We stayed at a budget hotel.
    Μείναμε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
budget budgets

budget (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο προϋπολογισμός, τα χρήματα που είναι διαθέσιμα σε ένα άτομο ή έναν οργανισμό και ένα σχέδιο για το πώς θα δαπανηθούν σε μια χρονική περίοδο
      a budget shortfall/deficit - έλλειμμα προϋπολογισμού
      a budget surplus - περίσσευμα προϋπολογισμού
      Our family budget cannot handle large expenses.
    Ο οικογενειακός μας προϋπολογισμός δεν αντέχει σε μεγάλα έξοδα.
      We managed to trim the budget somewhat.
    Καταφέραμε να ψαλιδίσουμε κάπως τον προϋπολογισμό.
      We have an advertising budget of 2 million dollars.
    Έχουμε έναν διαφημιστικό προϋπολογισμό 2 εκατομμυρίων δολαρίων.
      Many families struggle to balance the household budget.
    Πολλές οικογένειες αγωνίζονται να ισοσκελίσουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
      It's one of those big-budget Hollywood movies.
    Είναι μία από αυτές τις ταινίες του Χόλιγουντ με μεγάλο προϋπολογισμό.
      We decorated the house on a tight budget.
    Διακοσμήσαμε το σπίτι με περιορισμένο προϋπολογισμό.
      The work was finished on time and within budget.
    Η δουλειά ολοκληρώθηκε στην ώρα της και εντός προϋπολογισμού.
      You have to stay on budget.
    Πρέπει να μείνετε στον προϋπολογισμό.
      They went over budget.
    Ξεπέρασαν τον προϋπολογισμό.
      The project came in under budget.
    Το έργο ολοκληρώθηκε κάτω από τον προϋπολογισμό.
      Is there any money left in the budget?
    Υπάρχει κάποιο χρήμα στον προϋπολογισμό;
      The hospital now faces severe budget cuts.
    Το νοσοκομείο αντιμετωπίζει τώρα σοβαρές περικοπές στον προϋπολογισμό.
  2. (συνήθως ενικός) ο προϋπολογισμός, επίσημη δήλωση της κυβέρνησης για τα εισοδήματα μιας χώρας από φόρους κτλ. και πώς θα δαπανηθούν
      a budget of a ministry/municipality - προϋπολογισμός υπουργείου/δήμου
      The government budget is in a deficit/is balanced.
    Ο κρατικός προϋπολογισμός είναι ελλειμματικός/είναι ισοσκελισμένος.
      The budget was approved/voted on by parliament.
    Ο προϋπολογισμός εγκρίθηκε/ψηφίστηκε από τη βουλή.
ενεστώτας budget
γ΄ ενικό ενεστώτα budgets
αόριστος budgeted
παθητική μετοχή budgeted
ενεργητική μετοχή budgeting

budget (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • προϋπολογίζω, κάνω προϋπολογισμό
      The company's profits/losses have been budgeted in the millions.
    Τα κέρδη/οι ζημίες της επιχείρησης έχουν προϋπολογιστεί σε πολλά εκατομμύρια.
      I've budgeted for two new members of staff.
    Έχω προϋπολογίσει για δύο νέους υπαλλήλους.
      If we budget carefully we'll be able to afford the trip.
    Αν κάνουμε προσεκτικό προϋπολογισμό, θα μπορούμε να διαθέσουμε τα χρήματα για το ταξίδι.
      ενικός         πληθυντικός  
budget budgets

Ουσιαστικό

επεξεργασία

budget (fr) αρσενικό