bruma
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbruma (it) θηλυκό (πληθυντικός brume)
- (μετεωρολογία) η ομίχλη
Πηγές
επεξεργασία- bruma - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).