Ετυμολογία

επεξεργασία
broderie < broder + -erie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bʁɔd.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
broderie broderies

broderie (fr) θηλυκό