branchial
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | branchial | branchiaux |
θηλυκό | branchiale | branchiales |
Επίθετο
επεξεργασίαbranchial (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | branchial | branchiaux |
θηλυκό | branchiale | branchiales |
branchial (fr)