Ετυμολογία

επεξεργασία
bradycardie < ελληνική βραδύς + -cardie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bʁa.di.kaʁ.di/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bradycardie bradycardies

bradycardie (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία