ενικός         πληθυντικός  
braderie braderies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

braderie (fr) θηλυκό

  1. το παζάρι ξεπουλήματος
  2. το ξεπούλημα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη brader