Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

‹bieżącego roku›

  Ετυμολογία επεξεργασία

br. (pl) < bieżącego roku (bieżący (pl) rok (pl))

  Συντομομορφή επεξεργασία

br. (pl) συντομογραφία