bouffissage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bouffissage < bouffir
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bouffissage | bouffissages |
bouffissage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
bouffissage | bouffissages |
bouffissage (fr) αρσενικό