Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɔ.ta.nik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
botanique botaniques

botanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

botanique (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία