boredom
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η βαρεμάρα, η πλήξη, η ανία
- ⮡ My work at the office is perpetual boredom.
- Η δουλειά μου στο γραφείο είναι διαρκής πλήξη.
- ⮡ I often feel unbearable boredom.
- Συχνά αισθάνομαι αφόρητη ανία.
- ⮡ Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry worker.
- Η συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ανία στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων.
- ⮡ My work at the office is perpetual boredom.