bobinoir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bobinoir | bobinoirs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbobinoir (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) συσκευή που περιτυλίγει κάτι με κλωστή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη bobine
ενικός | πληθυντικός |
bobinoir | bobinoirs |
bobinoir (fr) αρσενικό