blatte
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
blatte | blattes |
blatte (fr) θηλυκό
- (εντομολογία) η κατσαρίδα
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαblatte (it)
- (εντομολογία) κοινή ονομασία για την blattodea (κατσαρίδα)