biogénétique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bjo.ʒe.ne.tik/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
biogénétique | biogénétiques |
biogénétique (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
biogénétique | biogénétiques |
biogénétique (fr) θηλυκό