bellows
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bellows | bellows |
bellows (en) ενικός και πληθυντικός
- φυσερό, φυσητήρας
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαbellows (en)
- πληθυντικός του bellow
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαbellows (en)