bell
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bell | bells |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbell (en)
- το κουδούνι, η καμπάνα
- ⮡ They waited in silence, until the bell rang.
- Περίμεναν βουβοί, μέχρι που χτύπησε το κουδούνι.
- ⮡ They waited in silence, until the bell rang.