ενεστώτας believe
γ΄ ενικό ενεστώτα believes
αόριστος believed
παθητική μετοχή believed
ενεργητική μετοχή believing

believe (en)

  • πιστεύω
    ⮡  I believe in God/in you.
    Πιστεύω στο Θεό/σε σένα.